- ωριγενιασταί
- οἱ, ΜΑοι οπαδοί τού Ωριγένους.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ὠριγένης + κατάλ. -ιαστής (πρβλ. Διονυσ-ιαστής)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ωριγένειος — ον, ΜΑ [Ὠριγένης] εκκλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ωριγένη 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ὠριγένειοι οι ὠριγενιασταί* … Dictionary of Greek
ωριγενιανοί — οἱ, ΜΑ εκκλ. οι ὠριγενιασταί*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὠριγένης + κατάλ. ιανοί (πρβλ. Χριστ ιανοί)] … Dictionary of Greek